- κατάπυρος
- κατάπυροςvery redmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάπυρος — κατάπυρος, ον (Α) διάπυρος, πυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυρος (< πῦρ), πρβλ. αμφί πυρος, διά πυρος] … Dictionary of Greek
κατάπυρον — κατάπυρος very red masc/fem acc sg κατάπυρος very red neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπυροι — κατάπυρος very red masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπυρός — καπυρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που έχει ξηρανθεί στον αέρα, στον ήλιο, στη φωτιά ή με κάπνισμα («ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν», Αριστοτ.) 2. αυτός που υπερθερμαίνει και αποξηραίνει το σώμα, αυτός που στεγνώνει το κορμί («ἀλλά μέ τις καπυρὰ νόσος… … Dictionary of Greek
καταπυρίζω — και ποιητ. τ. καππυρίζω (Α) [κατάπυρος] κατακαίω … Dictionary of Greek
καταπυρούμαι — καταπυροῡμαι, έομαι (Μ) [κατάπυρος] κατακαίομαι («ἐπιμελῶς προσέταξε καταπυροῡσθαι ταῡτα») … Dictionary of Greek
καταπυρώ — καταπυρῶ, όω (AM) [κατάπυρος] μσν. ζεσταίνω κάτι πάρα πολύ αρχ. ξηραίνω, στεγνώνω … Dictionary of Greek